- λεοντιαίος
- λεοντιαῑος, -αία, -ον (Α)αυτός που μοιάζει με λιοντάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, -οντος + επίθημα -ιαῖος (πρβλ. μηρ-ιαίος, νωτ-ιαίος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek